συμμαχικούς

συμμαχικούς
συμμαχικός
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχία — Προσωρινή ή μόνιμη σχέση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών που καθορίζεται με συνθήκη. Η συνεργασία μπορεί να έχει γενικό ή ειδικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση η συνθήκη υποχρεώνει τα σύμμαχα κράτη v’ ασκούν γενικά κοινή… …   Dictionary of Greek

  • συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… …   Dictionary of Greek

  • Μπουβέν — (Bouvines). Χωριό της βόρειας Γαλλίας, γνωστό από τη μεγάλη μάχη που έγινε εκεί τον Ιούλιο του 1214, κατά την οποία ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος νίκησε τους συμμαχικούς στρατούς του αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Δ’, του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”